ΤΡΕΙΣ ΕΣΕΙΣ - ΤΡΕΙΣ ΚΙ ΕΜΕΙΣ



Oι τρεις γέροντες
“Λέων Τολστόι”
 
Επιμέλεια ΓΙΑΝΝΗ ΠΟΡΦΥΡΗ

Κυκλοφορεί μια  Λευκορωσική ταινία με τίτλο  «Παροιμίες και παραβολές″ που οπτικοποιεί μια γνωστή ιστορία του Λέοντα Τολστόϊ: Πρώτα ακούστε την και μετά διαβάστε την. .Είναι μετάφραση από τα ρωσικά, που έκανε η κα Ευγενία Τελιζένκο. Την επεξεργασία έκανε η Ενορία Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου 40 Εκκλησιών, Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης.


Εδώ μπορείτε και να την διαβάσετε:
Ταξίδευε Δεσπότης πό τόν ρχάγγελο γιά τό Σολόβσκι. Μέ τό διο καράβι ταξίδευαν καί προσκυνητές. καιρός ταν θαυμάσιος, φύλλο δέν τρεμοσάλευε. Ο προσκυνητές πολάμβαναν τό ταξίδι λλοι κολατσίζοντας, λλοι σιγοτραγουδντας, κάποιοι ξαπλωμένοι στήν κουβέρτα το πλοίου. Κάμποσοι συζητοσαν μαζεμένοι σέ συντροφιές. τσι συλλογίστηκε κι Δεσπότης νά βγε λίγο νά νασάνει καί νά χαρε τό ραο ταξίδι. Πλησίασε στήν κουπαστή γιά νά παρακολουθήσει τήν κουβέντα τς συντροφις. Εναι περίεργος νά καταλάβει τί λέει κενος χωρικός μέ τό μαρο σκοφο πού λο δείχνει μέ τό δεξί του χέρι κι ο λλοι τόν κονε μέ προσήλωση καί τόσο νδιαφέρον. Κοίταξε κι Δεσπότης πρός τήν δια κατεύθυνση πού στρεφαν νά δον κι ο λλοι μά δέν βλεπε παρά μονάχα μιά πέραντη γαλάζια θάλασσα πού στραφτε κάτω πό τό φς το λιου. ταν χωρικός πρόσεξε πώς κοίταζε Δεσπότης, σά νά ντράπηκε λίγο καί σταμάτησε τήν κουβέντα του, βγάζοντας τοn σκοφο καί χαιρετντας μέ σεβασμό. Τότε πρόσεξαν κι ο λλοι τς συντροφις τό σεβάσμιο πρόσωπο καί χαιρέτησαν βγάζοντας τούς σκούφους τους. 


Μήν
σχολεσθε, παιδιά μου, επε Δεσπότης. Στάθηκα κι γώ νά κούσω τί τούς διηγεσαι σύ, καλέ μου νθρωπε.
νας μπορευόμενος, λιγότερο ντροπαλός μουρμούρισε:
Μ
ς διηγεται ψαρς γιά μιά περιπέτεια πού εχε σέ να νησάκι πού ζονε τρες Γέροντες μακρυά πό τόν κόσμο.
Α
τό μέ νδιαφέρει. Γιά νά κούσω κι γώ! επε Δεσπότης. Πλησίασε περισσότερο στήν παρέα καί κάθισε πάνω σέ μιά παλιά κάσα πού βρέθηκε κοντά του. Κι ψαρς, ρχισε νά λέει: 



Στό νησάκι πού διακρίνετε – κι δειξε κατευθεαν μπροστά του – ζονε τρες Γέροντες πού μονάζουν γιά νά σώσουν τήν ψυχή τους.
Πο
εναι τό νησάκι ατό; ρώτησε.  κολουθστε μέ τό μάτι τή γραμμή πό τό χέρι μου πρός κενο τό συννεφάκι. Φαίνεται σά μιά λουρίδα.  Κοίταξε προσεχτικά, μέ προσήλωση. Δεσπότης, ξανακοίταξε. λιος το σφάλιζε μέ τίς χτνες του τά μάτια. Δέν μποροσε νά ξεχωρίσει τίποτα.   Δέν βλέπω! τούς λέει. Πές μου, λοιπόν, τί εδους νθρωποι εναι ατά τά γεροντάκια πού ζον στό νησάκι;  νθρωποι το Θεο, γιοι νθρωποι! ποκρίθηκε χωρικός. Πρίν χρόνια εχα κούσει γι΄ ατούς μά ποτέ δέν τυχε νά τούς δ. σπου, πρόπερσι τό καλοκαίρι τούς εδα μέ τά μάτια μου κι ζησα κοντά τους. Κι ψαρς διηγήθηκε τό ναυάγιό του καί πς καί τί γινε σάν βρέθηκε κοντά τους: 


φτασε στή στεριά τό πρω κι ρχισε νά περπατάει σά χαμένος πό δ κι πό κε. Σέ λίγο βρκε μιά καλύβα καί κοντά της στεκόταν νας γεροντάκος. Τότε βγκαν κι λλοι δύο.
Θυμ
μαι πώς μέ περιποιήθηκαν καί μο στέγνωσαν τά ροχα. Μο γύρισαν τή βάρκα καί τήν διόρθωσαν. Καί πς ταν ο νθρωποι ατοί; ρώτησε πάλι Δεσπότης.  Μά, πς νά σς π; πιό γέρος ταν κι πιό κοντός. Φοροσε να παλιό ξεβαμμένο ράσο. Θχε περάσει τούς κατό χρόνους. Τά μαλλιά του, τά γένια του, πρασίνιζαν πό τήν πολυκαιρία λλά ταν γαθός καί καλόκαρδος, γελαστός σάν γγελος. ν σς π γιά τόν δεύτερο, τόν ψηλότερο ...ξέρω κι γώ; Πολύ γέρος ταν κι ατός, σπρα γένια καί μαλλιά, σκισμένο τό καφτάνι του, μά δυνατός, πολύ δυνατός.  κοστε τί θαυμαστό: χωρίς κόπο καί βοήθεια γύρισε νάποδα τή βάρκα μου μέ τό χαμόγελο στά χείλη. 



σο γιά τόν τρίτο, ταν μεγαλόσωμος, δύνατος, μέ γένια πού ποτάμιζαν ς τά γόνατα, σπρα σά τό χιόνι, λλά τοτος ταν σκυθρωπός μέ παχειά σμιχτά φρύδια πού κρέμονταν πάνω πό τά μάτια του, σχεδόν γυμνός μέ να ροχο κουρελιασμένο πού το κρεμόταν πό τήν μέση.   Καί σάν τί νά σο λεγαν, καλέ μου ψαρά, ατοί ο Γέροντες; ρώτησε Δεσπότης.
Μά ...δέν ε
χαν ρεξη γιά κουβέντα. ,τι καναν, τό καναν σχεδόν βουβοί καί μέ τό βλέμμα καταλάβαινε νας τόν λλο. γώ πού εμαι περίεργος, ρώτησα τόν ψηλότερο ν ζοσαν πό χρόνια στό νησάκι. Κάτι μο φάνηκε πώς ποκρίθηκε θυμωμένα, μουρμουρίζοντας. Μά τότε εδα τόν γεροντότερο νά το γγίζει τό χέρι, νά το χαμογελ, καί ξαφνικά κουσα τόν πρτο νά λέει «συγχώρα μας!’»



σο κρατοσε κουβέντα το ψαρά, τό καράβι λο καί πλησίαζε στό νησί.  Νά πού φαίνεται πιά! επε ξαφνικά μπορος δείχνοντας στόν ρίζοντα. Κάνετε τόν κόπο νά κοιτάξετε προσεχτικά! Κάτι διακρίνω στό βάθος σά μιά σκούρα λουρίδα, επε Δεσπότης. Λέτε νά εναι τό νησί;  Καί προχώρησε πρός τήν πρύμνη που βρισκόταν πηδαλιοχος.  , καλό μου παιδί, τί λές; Μήπως κενο τό σκορο στίγμα εναι τό νησάκι τν Γερόντων πού λέει ψαράς; κουσες τίποτα σύ γι ατήν τήν στορία;  Πολλά λένε ο νθρωποι. Πο νά ξέρω ν ληθεύουν. Πολλές φορές λένε κι νοησίες.  Θά θελα νά πάω στό νησί, νά βεβαιωθ, επε Δεσπότης. Νά δ τούς Γέροντες, νά τούς μιλήσω. Πς μπορε νά γίνει; 



λόκληρο καράβι δέ μπορε, Δέσποτα, νά πάει κε, ποκρίθηκε πηδαλιοχος. Μπορετε μως νά πτε μέ τή βάρκα πού εναι δυνατό νά πλευρίσει. ς ρωτήσουμε τόν καπετάνιο.
Φώναξαν στή γέφυρα τόν καπετάνιο κι
λοι μαζί ρχισαν νά τόν παρακαλον νά πνε ς κε που γιάζουν ο Γέροντες. κενος πόμενε δισταχτικός. Μπορομε νά πμε, επε, λλά χρειάζεται χρόνος, σεβαστέ μου. Τολμ νά σς βεβαιώσω πώς δέν ξίζει νά τούς δετε. κουσα νά λένε πώς κάποιοι κουτοί γέροι ζον κε καί τίποτα δέν καταλαβαίνουν, καί τίποτα δέν μπορον νά πον. Εναι μουγγοί σάν τά θαλασσινά ψάρια. 



πιμένω! επε Δεσπότης. Θά σς μείψω γιά τόν κόπο σας.
Δέν γινόταν
λλιώτικα. Ο ναυτικοί πάκουσαν στήν πιθυμία το Δεσπότη, στρεψαν τό τιμόνι, λλαξαν πορεία, σιαξαν τά πανιά κι βαλαν πλώρη γιά τό νησάκι. βγαλαν στήν κουβέρτα το καραβιο μιά καρέκλα γιά νά καθίσει γέροντας. Ο ταξιδιτες μαζεύτηκαν τριγύρω του κι λοι μαζί κοίταζαν πέρα. σοι εχαν μάτια γερά διέκριναν πιά τό νησί, μιά καπνοδόχο, μιά καλύβα... δειχναν: «Νάτοι, νάτοι!» νας πό ατούς εδε κιόλας τούς τρες Γέροντες. Γύρισε κι καπετάνιος τό κυάλι: Κοίταξε, λέει το Δεσπότη. Σά νά βλέπω στή στεριά, δεξιώτερα πό τήν μεγάλη κείνη πέτρα, τρες νθρώπους νά στέκονται.
Κοίταξε κι
Δεσπότης:
 
Πραγματικά, ψιθύρισε, σά νά στέκονται τρε
ς, νας ψηλός, λλος πιό κοντός κι τρίτος πολύ κοντός. Στέκονται στήν κρη καί σά νά κρατιονται πό τό χέρι.   καπετάνιος πλησίασε στό Δεσπότη:
Θά σταματήσει τό πλο
ο. Μπετε ν θέλετε σέ μιά βάρκα καί πηγαίνετε. μες θά ρίξουμε γκυρα καί θά σς περιμένουμε.
Τό πλο
ο σταμάτησε, κατέβασαν τή βάρκα, πήδησαν μέσα ο κωπηλάτες, κατέβηκε πό μιά σκαλίτσα κι Δεσπότης, κάθισε στήν πρύμνη κι βάρκα ξεκίνησε γιά τό νησί.
Πλησίασαν στή στεριά καί τότε ε
δαν μπροστά τους νά στέκονται ο τρες γέροντες πού τούς εχε πε ψαράς. Βγαίνει πρτος Δεσπότης πό τή βάρκα, πηδον κι ο λλοι. Προσκυνον ο τρες γέροντες. Τούς ελογε Δεσπότης, ξανασκύβουν κενοι τό κεφάλι τους μέ πειρο σέβας καί κατάνυξη κι Δεσπότης ρχίζει νά λέει:

σες δ, νθρωποι το Θεο, ρθατε καί ζετε μόνοι σας, μακρυά πό τούς λλους, γιά νά σώσετε τήν ψυχή σας καί νά μπορετε νά προσεύχεσθε στόν Κύριο μν ησο Χριστό γιά τίς ψυχές τν νθρώπων. μένα μέ στέλνει κενος δ, γιατί εναι Πανάγαθος, γιά νά διδάξω τό ποίμνιό Του καί νά σς φωτίσω.
Τά γεροντάκια κοιτ
νε τό να τό λλο καί χαμογελον.
Πέστε μου π
ς σώζεστε καί πς πηρετετε τόν Θεό; ρωτ Δεσπότης.
Χαμογελο
ν ξανά ο γέροντες καί γεροντότερος νάμεσά τους ποκρίνεται: δέν ξέρουμε νά πηρετομε τόν Θεό. Μόνο τόν αυτό μας πηρετομε, τόν αυτό μας τρέφουμε.
Π
ς λοιπόν προσεύχεσθε; ρώτησε πάλι Δεσπότης.
τσι προσευχόμαστε, ποκρίθηκε γεροντότερος: «Τρες σες, τρες μες, συγχώρεσέ μας». Μόλις πρόφερε τά λόγια ατά, γύρισαν κι ο λλοι δύο πρός τό μέρος του καί πανέλαβαν: «Τρες σες, τρες μες, συγχώρα μας!’’  Γέλασε Δεσπότης.

Ατή εναι προσευχή γιά τήν γία Τριάδα, λλά δέν εναι σωστή! επε. Σς γάπησε καρδιά μου, νθρωποι το Θεο. Βλέπω πώς θέλετε νά Το ρέσετε λλά δέν ξέρετε πς νά Τόν πηρετήσετε. Δέν πρέπει νά προσεύχεσθε κατ ατόν τόν τρόπο. κοστε πς ρισε Θεός στό Εαγγέλιό Του νά προσευχόμαστε.
Κι
ρχισε νά τούς διηγεται καί νά τούς ξηγε πς Θεός παρουσιάστηκε στούς νθρώπους, τούς μίλησε γιά τόν Θεό - Πατέρα, τόν Θεό - ιό καί τόν Θεό - γιο πνεμα καί τούς επε:
Θεός -ιός κατέβηκε στή γ γιά νά σώσει τούς νθρώπους κι τσι δίδαξε σέ λους πς νά προσεύχονται. κοστε με καί παναλάβετε στερα πό μένα. Καί επε τό «Πάτερ μν».  Ο γέροντες τό παναλάβαιναν, κι ατό, σπου δυσε λιος. κενοι βαζαν λη τους τή θέληση καί τή δύναμη νά τά λένε σωστά καί Δεσπότης δέν παραιτονταν πό τήν προσπάθειά του, σπου νά κούσει νά λένε σωστά, ψογα τήν προσευχή. τσι τήν επαν καί τήν ξαναεπαν χίλιες φορές. ταν βράδιασε καί πρόβαλε τό φεγγάρι πάνω πό τό πέλαγος, Δεσπότης τοιμάστηκε κι φο ξαναευλόγησε τούς γέροντες καί τούς δωσε τήν συμβουλή του πς νά προσεύχονται, φυγε γιά τό καράβι. Μόλις πάτησε τό πόδι του στήν κουβέρτα, σήκωσαν πανιά κι γκυρα καί ξεκίνησαν.



Δεσπότης κάθισε στήν πρύμνη κι γνάντευε τό νησάκι, βλεπε μυδρά τίς τρες σιλουέτες πού σιγά - σιγά χάθηκαν. Χάθηκε καί τό νησάκι. πε-σαν ο προσκυνητές νά κοιμηθον, λα σώπασαν πάνω στό καράβι, μά Δεσπότης δέν εχε ρεξη γιά πνο. Σκέφτονταν τούς καλούς νθρώπους το νησιο. Θυμόταν πόση χαρά δειχναν ταν τούς μαθε νά προσεύχονται σωστά.
τσι κάθονταν κι ατά σκέφτονταν κοιτάζοντας τή θάλασσα κε πού εχε κρυφτε τό νησί. Ξαφνικά, κάποιο φς ρχισε νά ναπηδ δ κι κε πό τά κύματα. Πάνω στή φωτεινή γραμμή το φεγγαριο κάτι γυαλίζει. Νά εναι πουλί; Νά εναι βάρκα μέ πανί ατό πού σπρίζει; Βάρκα μέ πανί θά εναι, επε Δεσπότης προσηλωμένος. Θά μς κυνηγάει λλά σάν πολύ γρήγορα τρέχει.
Ξανασκέφτεται: Πουλί θά ε
ναι. Βάρκα χι, δέν εναι. Μήπως εναι ψάρι. Μοιάζει γιά νθρωπος, μά πολύ μεγάλος εναι... Κι πειτα, πς μπορε νθρωπος νά περπατήσει πάνω στή θάλασσα;’’

Σηκώθηκε
Δεσπότης, πλησίασε στήν κουπαστή, σκυψε καί λέει στόν αυτό του: Τί νναι ατό; Τί εναι, δερφούλη μου; Τά τρία γεροντάκια τρέχουν πάνω στή θάλασσα, σπρίζουν καί γυαλίζουν τά σπρα τους γένια, τό καράβι σά νά κοντοστέκεται, κι ατά, λο καί πλησιάζουν. τιμονιέρης τούς βλέπει, ξαφνιάζεται, φήνει τό τιμόνι, μπήγει φωνή δυνατή:  Θεέ μου! Ο γέροντες πάνω στή θάλασσα τρέχουν πίσω μας σά νἆ ‘ναι στή στεριά!

Ο
πιβάτες κουσαν τίς φωνές του, πετάχτηκαν πό τά στρώματα, τρέξανε στή γέφυρα νά δον τί συμβαίνει. Βλέπουν τούς τρες γέροντες νά κρατιονται πό τό χέρι καί νά τρέχουν πάνω στά κύματα χωρίς κν νά κινονται καί μονάχα κρινός κάτι νά γνέφει μέ τό χέρι σάν νά τούς λέει «σταθετε». Δέν πρόλαβε τό καράβι νά σταματήσει καί ο τρες γέροντες ρθαν πλάϊ, σήκωσαν τό κεφάλι καί επαν μέ μιά φωνή στό Δεσπότη:
Ξεχάσαμε, δο
λε το Θεο, τί μς δίδαξες. σο παναλαβαίναμε τήν προσευχή, τή θυμόμασταν. Τήν φήσαμε γιά λίγο, μς ξέφυγε μιά λέξη καί τότε λα ξηλώθηκαν, τήν ξεχάσαμε. Τίποτε πιά δέν θυμόμαστε. Μάθε την μας πάλι.

Σταυροκοπήθηκε
Δεσπότης, κοίταξε τούς γέροντες, καί επε:
ρκε. Εσακούεται πό τόν Θεό κι δική σας προσευχή, γέροντες. Δέν εμαι γώ ξιος νά σς διδάξω.    Προσευχηθετε καί γιά μς τούς μαρτωλούς. Κι σκυψε στά πόδια τν γερόντων κι κενος. φυγαν περπατντας πάνω στή θάλασσα. ς τό χάραμα, δρόμος τους φεγγοβολοσε.


0 σχόλια: